- γυψωτός
- γυψ-ωτός, ή, όν,A plastered, Hsch. s.v. τιτανωτή.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γυψωτός — ή, ό (Α γυψωτός, ή, όν) [γυψώ] 1. αυτός που αποτελείται από γύψο ή περιέχει γύψο 2. αυτός που έχει αλειφθεί με γύψο … Dictionary of Greek
γυψωτός — ή, ό ο φτιαγμένος με γύψο ή αλειμμένος με γύψο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυψωτή — γυψωτός plastered fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)